- αυτοσχεδιάζω
- -ασα, -άστηκα, -ασμένος, κάνω κάτι πρόχειρα, χωρίς προηγούμενο σχέδιο: Την ομιλία του την αυτοσχεδίασε την ώρα που μιλούσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αὐτοσχεδιάζω — act pres subj act 1st sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοσχεδιάζω — αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυτοσχεδιάζω — (AM αὐτοσχεδιάζω) 1. λέω ή κάνω κάτι χωρίς προετοιμασία, με απόφαση ή έμπνευση της στιγμής 2. μιλάω ή ενεργώ επιπόλαια και πρόχειρα … Dictionary of Greek
αὐτοσχεδιάζομεν — αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 1st pl (doric) αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 1st pl αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζῃ — αὐτοσχεδιάζω act pres subj mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδίαζε — αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 3rd sg (doric) αὐτοσχεδιάζω act pres imperat act 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιαζόντων — αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc/neut gen pl αὐτοσχεδιάζω act pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζει — αὐτοσχεδιάζω act pres ind mp 2nd sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζοντα — αὐτοσχεδιάζω act pres part act neut nom/voc/acc pl αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοσχεδιάζοντι — αὐτοσχεδιάζω act pres part act masc/neut dat sg αὐτοσχεδιάζω act pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)